- επέρσι
- επίρρ. в прошлом году
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πέρυσι — και πέρσυ ΝΜΑ, και πέρσι και επέρσι Ν, πέρυσιν Μ, και δωρ. τ. πέρυτι και πέρυτις, αιολ. τ. πέρρυσι και πέρυσυ και πέρισυ, Α κατά το προηγούμενο έτος, κατά την περασμένη χρονιά νεοελλ. 1. φρ. «κάθε πέρσι και καλύτερα» όσο περνούν τα χρόνια η… … Dictionary of Greek